- κρησαριστός
- -ή, -ό [κρησαρίζω]1. κοσκινισμένος με την κρησάρα, κρησαρισμένος («κρησαριστό αλεύρι»)2. φρ. «κρησαριστό ψωμί» — ψωμί που παρασκευάστηκε από αλεύρι που κοσκινίστηκε με την κρησάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρησαριστός — ή, ό κοσκινισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)